δυαδικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυαδικότητα | οι | δυαδικότητες |
| γενική | της | δυαδικότητας | των | δυαδικοτήτων |
| αιτιατική | τη | δυαδικότητα | τις | δυαδικότητες |
| κλητική | δυαδικότητα | δυαδικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.