δραχμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δραχμικός | η | δραχμική | το | δραχμικό |
| γενική | του | δραχμικού | της | δραχμικής | του | δραχμικού |
| αιτιατική | τον | δραχμικό | τη | δραχμική | το | δραχμικό |
| κλητική | δραχμικέ | δραχμική | δραχμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δραχμικοί | οι | δραχμικές | τα | δραχμικά |
| γενική | των | δραχμικών | των | δραχμικών | των | δραχμικών |
| αιτιατική | τους | δραχμικούς | τις | δραχμικές | τα | δραχμικά |
| κλητική | δραχμικοί | δραχμικές | δραχμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δραχμικός < δραχμή +ῑκός
Επίθετο
δραχμικός
- σχετικός με την νομισματική τιμή της δραχμής
- μπορεί η ποσοτική έκπτωση να είναι 10% αλλά εμένα με βολεύει να συζητάμε για την δραχμική
Μεταφράσεις
δραχμικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.