δράνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δράνα | οι | δράνες |
| γενική | της | δράνας | των | δρανών |
| αιτιατική | τη | δράνα | τις | δράνες |
| κλητική | δράνα | δράνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δράνα < ενδεχομένως ελληνιστική δρᾶνος (το κατασκεύασμα)[1]
Μεταφράσεις
δράνα
|
|
Αναφορές
- δράνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.