δράνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δράνα οι δράνες
      γενική της δράνας των δρανών
    αιτιατική τη δράνα τις δράνες
     κλητική δράνα δράνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δράνα < ενδεχομένως ελληνιστική δρᾶνος (το κατασκεύασμα)[1]

Ουσιαστικό

δράνα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.