γράνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γράνα | οι | γράνες |
| γενική | της | γράνας | των | γρανών |
| αιτιατική | τη | γράνα | τις | γράνες |
| κλητική | γράνα | γράνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γράνα < μεσαιωνική ελληνική γράνα < πρωτοσλαβική γλώσσα *grana
Ουσιαστικό
γράνα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.