δολιοφθορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δολιοφθορά | οι | δολιοφθορές |
| γενική | της | δολιοφθοράς | των | δολιοφθορών |
| αιτιατική | τη | δολιοφθορά | τις | δολιοφθορές |
| κλητική | δολιοφθορά | δολιοφθορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δολιοφθορά θηλυκό
- η κρυφή και σκόπιμη πρόκληση ζημιάς σε μηχανήματα, εγκαταστάσεις ή στην ομαλή λειτουργία μιας υπηρεσίας
Ταυτόσημο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.