δοκιμαστήριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δοκιμαστήριον τὰ δοκιμαστήρι
      γενική τοῦ δοκιμαστηρίου τῶν δοκιμαστηρίων
      δοτική τῷ δοκιμαστηρί τοῖς δοκιμαστηρίοις
    αιτιατική τὸ δοκιμαστήριον τὰ δοκιμαστήρι
     κλητική ! δοκιμαστήριον δοκιμαστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοκιμαστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  δοκιμαστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δοκιμαστήριον (ελληνιστική κοινή) < (αρχαία ελληνική δοκιμάζω) δοκιμασ- + -τήριον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: καθαρεύουσα: δοκιμαστήριον νέα ελληνικά: δοκιμαστήριο

Ουσιαστικό

δοκιμαστήριον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.