διῶρυξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| διωρῠχ- (ελληνιστική: διωρυγ-) | |||||
| ονομαστική | ἡ | διῶρυξ | αἱ | διώρυχες | |
| γενική | τῆς | διώρυχος | τῶν | διωρύχων | |
| δοτική | τῇ | διώρυχῐ | ταῖς | διώρυξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | διώρυχᾰ | τὰς | διώρυχᾰς | |
| κλητική ὦ! | διῶρυξ | διώρυχες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διώρυχε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | διωρύχοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- διῶρυξ < διορύσσω διoρύττω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
διῶρυξ θηλυκό γενική: διώρυχ-ος, ελληνστική: διώρυγ-ος
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| διωρῠγ- (αρχαία κλίση: διωρῠχ-) | ||||||||
| ονομαστική | ἡ | διῶρυξ | αἱ | διώρυγες | ||||
| γενική | τῆς | διώρυγος | τῶν | διωρύγων | ||||
| δοτική | τῇ | διώρυγῐ | ταῖς | διώρυξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διώρυγᾰ | τὰς | διώρυγᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | διῶρυξ | διώρυγες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διώρυγε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διωρύγοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Συγγενικά
- διορύττω
- διώρυγμα
- διωρυχή
Πηγές
- διῶρυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διῶρυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.