διορύσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διορύσσω < αρχαία ελληνική διορύσσω < δι- + ὀρύσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃rewk- (σκάβω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.oˈɾi.so/
Ρήμα
διορύσσω (παθητική φωνή: διορύσσομαι)
Συγγενικά
- διορυγμένος
- διόρυξη
- → δείτε τις λέξεις ορύσσω και ορυχείο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διορύσσω | διόρυσσα | θα διορύσσω | να διορύσσω | διορύσσοντας | |
| β' ενικ. | διορύσσεις | διόρυσσες | θα διορύσσεις | να διορύσσεις | διόρυσσε | |
| γ' ενικ. | διορύσσει | διόρυσσε | θα διορύσσει | να διορύσσει | ||
| α' πληθ. | διορύσσουμε | διορύσσαμε | θα διορύσσουμε | να διορύσσουμε | ||
| β' πληθ. | διορύσσετε | διορύσσατε | θα διορύσσετε | να διορύσσετε | διορύσσετε | |
| γ' πληθ. | διορύσσουν(ε) | διόρυσσαν διορύσσαν(ε) |
θα διορύσσουν(ε) | να διορύσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διόρυξα | θα διορύξω | να διορύξω | διορύξει | ||
| β' ενικ. | διόρυξες | θα διορύξεις | να διορύξεις | διόρυξε | ||
| γ' ενικ. | διόρυξε | θα διορύξει | να διορύξει | |||
| α' πληθ. | διορύξαμε | θα διορύξουμε | να διορύξουμε | |||
| β' πληθ. | διορύξατε | θα διορύξετε | να διορύξετε | διορύξτε | ||
| γ' πληθ. | διόρυξαν διορύξαν(ε) |
θα διορύξουν(ε) | να διορύξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διορύξει | είχα διορύξει | θα έχω διορύξει | να έχω διορύξει | ||
| β' ενικ. | έχεις διορύξει | είχες διορύξει | θα έχεις διορύξει | να έχεις διορύξει | ||
| γ' ενικ. | έχει διορύξει | είχε διορύξει | θα έχει διορύξει | να έχει διορύξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διορύξει | είχαμε διορύξει | θα έχουμε διορύξει | να έχουμε διορύξει | ||
| β' πληθ. | έχετε διορύξει | είχατε διορύξει | θα έχετε διορύξει | να έχετε διορύξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διορύξει | είχαν διορύξει | θα έχουν διορύξει | να έχουν διορύξει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.