διχοτομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διχοτομία | οι | διχοτομίες |
| γενική | της | διχοτομίας | των | διχοτομιών |
| αιτιατική | τη | διχοτομία | τις | διχοτομίες |
| κλητική | διχοτομία | διχοτομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διχοτομία < αρχαία ελληνική διχοτομία
Ουσιαστικό
διχοτομία θηλυκό
- η διαίρεση ενός συνόλου σε δύο αντιτιθέμενα μεταξύ τους μέρη
- Ωστόσο, όλοι ξέρουμε σήμερα ότι ο αφορισμός δεν στάθηκε ικανός να αποτρέψει την επαναστατική κίνηση. Ετσι ενεργοποιήθηκε μια νέα διχοτομία: χριστιανοί-αποστάτες, μουσουλμάνοι-αμυνόμενοι, η οποία συνέχιζε ανεστραμμένη την προαιώνια και δομική διχοτομία της οθωμανικής αυτοκρατορίας: χριστιανοί-υποτελείς, μουσουλμάνοι-κυρίαρχοι. (Β. Παναγιωτόπουλος, Αρχίστε την επανάσταση χωρίς εμένα , από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 28 Μαρτίου 2010)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.