δισταχτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δισταχτικός | η | δισταχτική | το | δισταχτικό |
| γενική | του | δισταχτικού | της | δισταχτικής | του | δισταχτικού |
| αιτιατική | τον | δισταχτικό | τη | δισταχτική | το | δισταχτικό |
| κλητική | δισταχτικέ | δισταχτική | δισταχτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δισταχτικοί | οι | δισταχτικές | τα | δισταχτικά |
| γενική | των | δισταχτικών | των | δισταχτικών | των | δισταχτικών |
| αιτιατική | τους | δισταχτικούς | τις | δισταχτικές | τα | δισταχτικά |
| κλητική | δισταχτικοί | δισταχτικές | δισταχτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δισταχτικός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.