δισκοπωλείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δισκοπωλείο τα δισκοπωλεία
      γενική του δισκοπωλείου των δισκοπωλείων
    αιτιατική το δισκοπωλείο τα δισκοπωλεία
     κλητική δισκοπωλείο δισκοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δισκοπωλείο στη Χαϊδελβέργη

Ετυμολογία

δισκοπωλείο < δίσκος + -πωλείο

Ουσιαστικό

δισκοπωλείο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.