δισκογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δισκογραφία | οι | δισκογραφίες |
| γενική | της | δισκογραφίας | των | δισκογραφιών |
| αιτιατική | τη | δισκογραφία | τις | δισκογραφίες |
| κλητική | δισκογραφία | δισκογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δισκογραφία θηλυκό
- λίστα με δίσκους μουσικής, σύνολο δίσκων ενός καλλιτέχνη ή μιας χώρας
- Η ελληνική δισκογραφία
- Η δισκογραφία του Μάνου Χατζιδάκι
- εγγραφή σε δίσκο
- Ασχολείται με τη δισκογραφία
- (ιατρική) επεμβατική εξέταση των μεσοσπονδύλιων δίσκων (ετυμολογείται από τη λεξη discography)
- Η εξέταση της δισκογραφίας γίνεται με χορήγηση αναισθησίας
Συγγενικά
Συνώνυμα
- δισκολογία[1]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.