δισκογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δισκογραφία οι δισκογραφίες
      γενική της δισκογραφίας των δισκογραφιών
    αιτιατική τη δισκογραφία τις δισκογραφίες
     κλητική δισκογραφία δισκογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δισκογραφία < δίσκος + -γραφία

Ουσιαστικό

δισκογραφία θηλυκό

  1. λίστα με δίσκους μουσικής, σύνολο δίσκων ενός καλλιτέχνη ή μιας χώρας
    Η ελληνική δισκογραφία
    Η δισκογραφία του Μάνου Χατζιδάκι
  2. εγγραφή σε δίσκο
    Ασχολείται με τη δισκογραφία
  3. (ιατρική) επεμβατική εξέταση των μεσοσπονδύλιων δίσκων (ετυμολογείται από τη λεξη discography)
    Η εξέταση της δισκογραφίας γίνεται με χορήγηση αναισθησίας

Συγγενικά

Συνώνυμα

  • δισκολογία[1]

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.