δισεγγονή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δισεγγονή οι δισεγγονές
      γενική της δισεγγονής των δισεγγονών
    αιτιατική τη δισεγγονή τις δισεγγονές
     κλητική δισεγγονή δισεγγονές
Δείτε και δισέγγονη.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δισεγγονή < δισεγγον(ός) +

Ουσιαστικό

δισεγγονή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.