δισεγγονός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δισεγγονός οι δισεγγονοί
      γενική του δισεγγονού των δισεγγονών
    αιτιατική τον δισεγγονό τους δισεγγονούς
     κλητική δισεγγονέ δισεγγονοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δισεγγονός < δισέγγονος με μετακίνηση τόνου κατά το εγγονός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.seŋ.ɡoˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δισεγγονός
παλιότερος συλλαβισμός: δισεγγονός

Ουσιαστικό

δισεγγονός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.