διπολισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διπολισμός οι διπολισμοί
      γενική του διπολισμού των διπολισμών
    αιτιατική τον διπολισμό τους διπολισμούς
     κλητική διπολισμέ διπολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διπολισμός < δίπολ(ος) + -ισμός

Ουσιαστικό

διπολισμός αρσενικό

  • (οικονομία, πολιτική) η ύπαρξη δύο ανταγωνιστικών κέντρων δύναμης, δύο πόλων στις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.