διορίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διορίζομαι < αρχαία ελληνική διορίζομαι είχε άλλη έννοια αλλά το δανείστηκαν οι λόγιοι της καθαρεύουσας για να αποδώσουν την τότε έννοια του γαλλικού désigner
Ρήμα
διορίζομαι
- τοποθετούμαι σε μια εργασία, σε μια θέση, συνήθως στο δημόσιο
Συγγενικά
- διοριζόμενος
- πρωτοδιοριζόμενος
- πρωτοδιορισμένος
- αδιόριστος
- διορισμός
Σύνθετα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διορίζομαι | διοριζόμουν(α) | θα διορίζομαι | να διορίζομαι | διοριζόμενος | |
| β' ενικ. | διορίζεσαι | διοριζόσουν(α) | θα διορίζεσαι | να διορίζεσαι | (διορίζου) | |
| γ' ενικ. | διορίζεται | διοριζόταν(ε) | θα διορίζεται | να διορίζεται | ||
| α' πληθ. | διοριζόμαστε | διοριζόμαστε διοριζόμασταν |
θα διοριζόμαστε | να διοριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | διορίζεστε | διοριζόσαστε διοριζόσασταν |
θα διορίζεστε | να διορίζεστε | (διορίζεστε) | |
| γ' πληθ. | διορίζονται | διορίζονταν διοριζόντουσαν |
θα διορίζονται | να διορίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διορίστηκα | θα διοριστώ | να διοριστώ | διοριστεί | ||
| β' ενικ. | διορίστηκες | θα διοριστείς | να διοριστείς | διορίσου | ||
| γ' ενικ. | διορίστηκε | θα διοριστεί | να διοριστεί | |||
| α' πληθ. | διοριστήκαμε | θα διοριστούμε | να διοριστούμε | |||
| β' πληθ. | διοριστήκατε | θα διοριστείτε | να διοριστείτε | διοριστείτε | ||
| γ' πληθ. | διορίστηκαν διοριστήκαν(ε) |
θα διοριστούν(ε) | να διοριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διοριστεί | είχα διοριστεί | θα έχω διοριστεί | να έχω διοριστεί | διορισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διοριστεί | είχες διοριστεί | θα έχεις διοριστεί | να έχεις διοριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διοριστεί | είχε διοριστεί | θα έχει διοριστεί | να έχει διοριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διοριστεί | είχαμε διοριστεί | θα έχουμε διοριστεί | να έχουμε διοριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διοριστεί | είχατε διοριστεί | θα έχετε διοριστεί | να έχετε διοριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διοριστεί | είχαν διοριστεί | θα έχουν διοριστεί | να έχουν διοριστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διορισμένος - είμαστε, είστε, είναι διορισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διορισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διορισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διορισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διορισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διορισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διορισμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.