διορίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διορίζομαι < αρχαία ελληνική διορίζομαι είχε άλλη έννοια αλλά το δανείστηκαν οι λόγιοι της καθαρεύουσας για να αποδώσουν την τότε έννοια του γαλλικού désigner

Ρήμα

διορίζομαι

  • τοποθετούμαι σε μια εργασία, σε μια θέση, συνήθως στο δημόσιο

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.