δικτυακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δικτυακός | η | δικτυακή | το | δικτυακό |
| γενική | του | δικτυακού | της | δικτυακής | του | δικτυακού |
| αιτιατική | τον | δικτυακό | τη | δικτυακή | το | δικτυακό |
| κλητική | δικτυακέ | δικτυακή | δικτυακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δικτυακοί | οι | δικτυακές | τα | δικτυακά |
| γενική | των | δικτυακών | των | δικτυακών | των | δικτυακών |
| αιτιατική | τους | δικτυακούς | τις | δικτυακές | τα | δικτυακά |
| κλητική | δικτυακοί | δικτυακές | δικτυακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δικτυακός < δίκτυο
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.