δικομανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δικομανία | οι | δικομανίες |
| γενική | της | δικομανίας | των | δικομανιών |
| αιτιατική | τη | δικομανία | τις | δικομανίες |
| κλητική | δικομανία | δικομανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δικομανία < δίκ(η) + -ο- + -μανία / δικομαν(ής) + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
δικομανία θηλυκό
- που προχωρά σε νομικές ενέργειες / δίκες, που προσφεύγει στη δικαιοσύνη για το παραμικρό ζήτημα
Μεταφράσεις
δικομανία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.