διευκρινέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διευκρινέω < διά + εὐκρινέω / εὐκρινῶ < εὐκρινής < εὖ + κρίνω < πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)

Ρήμα

διευκρινέω

  1. διευκρινίζω
  2. ξεχωρίζω
  3. αποφασίζω, κρίνω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.