εὐκρινέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εὐκρινέω < εὐκρινής < εὖ + κρίνω < πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)

Ρήμα

εὐκρινέω

  1. κρατώ κάποιους ανθρώπους ή πράγματα σε σωστή σειρά, τα ξεχωρίζω
  2. παίρνω σωστή απόφαση, κρίνω σωστά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.