διερευνητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διερευνητής | οι | διερευνητές |
| γενική | του | διερευνητή | των | διερευνητών |
| αιτιατική | τον | διερευνητή | τους | διερευνητές |
| κλητική | διερευνητή | διερευνητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
διερευνητής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.