διεθνικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διεθνικότητα | οι | διεθνικότητες |
| γενική | της | διεθνικότητας | των | διεθνικοτήτων |
| αιτιατική | τη | διεθνικότητα | τις | διεθνικότητες |
| κλητική | διεθνικότητα | διεθνικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διεθνικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διεθνικ(ότης) + -ότητα < διεθνικός
Μεταφράσεις
διεθνικότητα
|
|
Πηγές
- «διεθνικός (& διεθνικότητα)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.