διαχειρίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαχειρίζω < διά + χειρίζω < χείρ

Ρήμα

διαχειρίζω

  1. έχω κάτι στο χέρι μου και το διαχειρίζομαι
  2. (μέσο) διαχειρίζομαι: σκοτώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.