διαχειρίζω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
διαχειρίζω
<
διά
+
χειρίζω
<
χείρ
Ρήμα
διαχειρίζω
έχω κάτι στο
χέρι
μου και το
διαχειρίζομαι
(
μέσο
)
διαχειρίζομαι
:
σκοτώνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.