διαφωτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαφωτισμός οι διαφωτισμοί
      γενική του διαφωτισμού των διαφωτισμών
    αιτιατική τον διαφωτισμό τους διαφωτισμούς
     κλητική διαφωτισμέ διαφωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαφωτισμός < διαφωτίζω + -μός

Ουσιαστικό

διαφωτισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.