διαφοροποιητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαφοροποιητής | οι | διαφοροποιητές |
| γενική | του | διαφοροποιητή | των | διαφοροποιητών |
| αιτιατική | τον | διαφοροποιητή | τους | διαφοροποιητές |
| κλητική | διαφοροποιητή | διαφοροποιητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαφοροποιητής < διαφοροποιώ + -τής
Μεταφράσεις
διαφοροποιητής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.