διατρανώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διατρανώνω < (ελληνιστική κοινή) διατρανόω / διατρανῶ < διά + τρανόω / τρανῶ < τρανός < αρχαία ελληνική τρανής
Ρήμα
διατρανώνω (παθητική φωνή: διατρανώνομαι)
- διακηρύσσω κάτι με κατηγορηματικό τρόπο
- διατρανώνουν την αποφασιστικότητά τους για αντίσταση
Συνώνυμα
Συγγενικά
- διατράνωση
- → δείτε τις λέξεις διά και τρανός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διατρανώνω | διατράνωνα | θα διατρανώνω | να διατρανώνω | διατρανώνοντας | |
| β' ενικ. | διατρανώνεις | διατράνωνες | θα διατρανώνεις | να διατρανώνεις | διατράνωνε | |
| γ' ενικ. | διατρανώνει | διατράνωνε | θα διατρανώνει | να διατρανώνει | ||
| α' πληθ. | διατρανώνουμε | διατρανώναμε | θα διατρανώνουμε | να διατρανώνουμε | ||
| β' πληθ. | διατρανώνετε | διατρανώνατε | θα διατρανώνετε | να διατρανώνετε | διατρανώνετε | |
| γ' πληθ. | διατρανώνουν(ε) | διατράνωναν διατρανώναν(ε) |
θα διατρανώνουν(ε) | να διατρανώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διατράνωσα | θα διατρανώσω | να διατρανώσω | διατρανώσει | ||
| β' ενικ. | διατράνωσες | θα διατρανώσεις | να διατρανώσεις | διατράνωσε | ||
| γ' ενικ. | διατράνωσε | θα διατρανώσει | να διατρανώσει | |||
| α' πληθ. | διατρανώσαμε | θα διατρανώσουμε | να διατρανώσουμε | |||
| β' πληθ. | διατρανώσατε | θα διατρανώσετε | να διατρανώσετε | διατρανώστε | ||
| γ' πληθ. | διατράνωσαν διατρανώσαν(ε) |
θα διατρανώσουν(ε) | να διατρανώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διατρανώσει | είχα διατρανώσει | θα έχω διατρανώσει | να έχω διατρανώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διατρανώσει | είχες διατρανώσει | θα έχεις διατρανώσει | να έχεις διατρανώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διατρανώσει | είχε διατρανώσει | θα έχει διατρανώσει | να έχει διατρανώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διατρανώσει | είχαμε διατρανώσει | θα έχουμε διατρανώσει | να έχουμε διατρανώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διατρανώσει | είχατε διατρανώσει | θα έχετε διατρανώσει | να έχετε διατρανώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διατρανώσει | είχαν διατρανώσει | θα έχουν διατρανώσει | να έχουν διατρανώσει |
| |
Μεταφράσεις
διατρανώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.