βροντοφωνάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βροντοφωνάζω < βροντοφων(ώ) + -άζω κατά το φωνάζω < βροντόφωνος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε βροντο- + φωνάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾon.do.foˈna.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐ντο‐φω‐νά‐ζω
Ρήμα
βροντοφωνάζω, αόρ.: βροντοφώναξα (χωρίς παθητική φωνή)
- φωνάζω, μιλάω δυνατά με βροντερή φωνή
- (μεταφορικά) διακηρύσσω με έντονο τρόπο (όπως για να διεκδικήσω κάτι που θεωρώ αναφαίρετο δικαίωμά μου)
- ≈ συνώνυμα: διατρανώνω τη γνώμη μου
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βροντοφωνάζω | βροντοφώναζα | θα βροντοφωνάζω | να βροντοφωνάζω | βροντοφωνάζοντας | |
| β' ενικ. | βροντοφωνάζεις | βροντοφώναζες | θα βροντοφωνάζεις | να βροντοφωνάζεις | βροντοφώναζε | |
| γ' ενικ. | βροντοφωνάζει | βροντοφώναζε | θα βροντοφωνάζει | να βροντοφωνάζει | ||
| α' πληθ. | βροντοφωνάζουμε | βροντοφωνάζαμε | θα βροντοφωνάζουμε | να βροντοφωνάζουμε | ||
| β' πληθ. | βροντοφωνάζετε | βροντοφωνάζατε | θα βροντοφωνάζετε | να βροντοφωνάζετε | βροντοφωνάζετε | |
| γ' πληθ. | βροντοφωνάζουν(ε) | βροντοφώναζαν βροντοφωνάζαν(ε) |
θα βροντοφωνάζουν(ε) | να βροντοφωνάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βροντοφώναξα | θα βροντοφωνάξω | να βροντοφωνάξω | βροντοφωνάξει | ||
| β' ενικ. | βροντοφώναξες | θα βροντοφωνάξεις | να βροντοφωνάξεις | βροντοφώναξε | ||
| γ' ενικ. | βροντοφώναξε | θα βροντοφωνάξει | να βροντοφωνάξει | |||
| α' πληθ. | βροντοφωνάξαμε | θα βροντοφωνάξουμε | να βροντοφωνάξουμε | |||
| β' πληθ. | βροντοφωνάξατε | θα βροντοφωνάξετε | να βροντοφωνάξετε | βροντοφωνάξτε | ||
| γ' πληθ. | βροντοφώναξαν βροντοφωνάξαν(ε) |
θα βροντοφωνάξουν(ε) | να βροντοφωνάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βροντοφωνάξει | είχα βροντοφωνάξει | θα έχω βροντοφωνάξει | να έχω βροντοφωνάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις βροντοφωνάξει | είχες βροντοφωνάξει | θα έχεις βροντοφωνάξει | να έχεις βροντοφωνάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει βροντοφωνάξει | είχε βροντοφωνάξει | θα έχει βροντοφωνάξει | να έχει βροντοφωνάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βροντοφωνάξει | είχαμε βροντοφωνάξει | θα έχουμε βροντοφωνάξει | να έχουμε βροντοφωνάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε βροντοφωνάξει | είχατε βροντοφωνάξει | θα έχετε βροντοφωνάξει | να έχετε βροντοφωνάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βροντοφωνάξει | είχαν βροντοφωνάξει | θα έχουν βροντοφωνάξει | να έχουν βροντοφωνάξει |
| |
Μεταφράσεις
βροντοφωνάζω
|
|
Αναφορές
- βροντοφωνάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.