διατρανώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διατρανώνομαι | διατρανωνόμουν(α) | θα διατρανώνομαι | να διατρανώνομαι | ||
| β' ενικ. | διατρανώνεσαι | διατρανωνόσουν(α) | θα διατρανώνεσαι | να διατρανώνεσαι | (διατρανώνου) | |
| γ' ενικ. | διατρανώνεται | διατρανωνόταν(ε) | θα διατρανώνεται | να διατρανώνεται | ||
| α' πληθ. | διατρανωνόμαστε | διατρανωνόμαστε διατρανωνόμασταν |
θα διατρανωνόμαστε | να διατρανωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | διατρανώνεστε | διατρανωνόσαστε διατρανωνόσασταν |
θα διατρανώνεστε | να διατρανώνεστε | (διατρανώνεστε) | |
| γ' πληθ. | διατρανώνονται | διατρανώνονταν διατρανωνόντουσαν |
θα διατρανώνονται | να διατρανώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διατρανώθηκα | θα διατρανωθώ | να διατρανωθώ | διατρανωθεί | ||
| β' ενικ. | διατρανώθηκες | θα διατρανωθείς | να διατρανωθείς | διατρανώσου | ||
| γ' ενικ. | διατρανώθηκε | θα διατρανωθεί | να διατρανωθεί | |||
| α' πληθ. | διατρανωθήκαμε | θα διατρανωθούμε | να διατρανωθούμε | |||
| β' πληθ. | διατρανωθήκατε | θα διατρανωθείτε | να διατρανωθείτε | διατρανωθείτε | ||
| γ' πληθ. | διατρανώθηκαν διατρανωθήκαν(ε) |
θα διατρανωθούν(ε) | να διατρανωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διατρανωθεί | είχα διατρανωθεί | θα έχω διατρανωθεί | να έχω διατρανωθεί | διατρανωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διατρανωθεί | είχες διατρανωθεί | θα έχεις διατρανωθεί | να έχεις διατρανωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διατρανωθεί | είχε διατρανωθεί | θα έχει διατρανωθεί | να έχει διατρανωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διατρανωθεί | είχαμε διατρανωθεί | θα έχουμε διατρανωθεί | να έχουμε διατρανωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διατρανωθεί | είχατε διατρανωθεί | θα έχετε διατρανωθεί | να έχετε διατρανωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διατρανωθεί | είχαν διατρανωθεί | θα έχουν διατρανωθεί | να έχουν διατρανωθεί | ||
Μεταφράσεις
διατρανώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.