διατοιχισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διατοιχισμός οι διατοιχισμοί
      γενική του διατοιχισμού των διατοιχισμών
    αιτιατική τον διατοιχισμό τους διατοιχισμούς
     κλητική διατοιχισμέ διατοιχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διατοιχισμός < δια- + τοίχος + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική rolling)

Ουσιαστικό

διατοιχισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.