διαταράκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαταράκτης | οι | διαταράκτες |
| γενική | του | διαταράκτη | των | διαταρακτών |
| αιτιατική | τον | διαταράκτη | τους | διαταράκτες |
| κλητική | διαταράκτη | διαταράκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαταράκτης < διαταράσσω + -της (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική perturbateur)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.