διασκεδαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διασκεδαστικότητα | οι | διασκεδαστικότητες |
| γενική | της | διασκεδαστικότητας | των | διασκεδαστικοτήτων |
| αιτιατική | τη | διασκεδαστικότητα | τις | διασκεδαστικότητες |
| κλητική | διασκεδαστικότητα | διασκεδαστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασκεδαστικότητα < διασκεδαστικός + -ότητα
Μεταφράσεις
διασκεδαστικότητα
|
|
- διασκεδαστικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.