διασκεδαστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασκεδαστικότητα οι διασκεδαστικότητες
      γενική της διασκεδαστικότητας των διασκεδαστικοτήτων
    αιτιατική τη διασκεδαστικότητα τις διασκεδαστικότητες
     κλητική διασκεδαστικότητα διασκεδαστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασκεδαστικότητα < διασκεδαστικός + -ότητα

Ουσιαστικό

διασκεδαστικότητα[1] θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. διασκεδαστικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.