διασαφιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διασαφιστής | οι | διασαφιστές |
| γενική | του | διασαφιστή | των | διασαφιστών |
| αιτιατική | τον | διασαφιστή | τους | διασαφιστές |
| κλητική | διασαφιστή | διασαφιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασαφιστής < διασάφισ(η) + -τής < διασαφίζω
Ουσιαστικό
διασαφιστής αρσενικό (θηλυκό διασαφίστρια)
- μορφή του διασαφητής (από το διασάφηση (< διασαφώ)
Σημειώσεις
Τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιούν και τις δύο μορφές:
- διασαφητής (eur‑lex, 2011) από το διασάφηση, διασαφώ
- και διασαφιστής (eur-lex.europa.eu, 2003) από το διασάφιση, διασαφίζω
Μεταφράσεις
διασαφιστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.