διασάφιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διασάφιση | οι | διασαφίσεις |
| γενική | της | διασάφισης* | των | διασαφίσεων |
| αιτιατική | τη | διασάφιση | τις | διασαφίσεις |
| κλητική | διασάφιση | διασαφίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διασαφίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- διασαφιστής < διασαφίζω) (διασαφητής < διασάφηση, διασαφώ)
- → δείτε τις λέξεις διασαφίζω, διασαφηνίζω, διά και σαφής
Μεταφράσεις
διασάφιση
|
Πηγές
- «διασάφισις» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.