διασάφιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασάφιση οι διασαφίσεις
      γενική της διασάφισης* των διασαφίσεων
    αιτιατική τη διασάφιση τις διασαφίσεις
     κλητική διασάφιση διασαφίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασαφίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασάφιση < κατάληξη -ιση από το διασαφίζω, γραφή του διασάφηση (< διασαφώ)

Ουσιαστικό

διασάφιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.