διασάλπιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διασάλπιση | οι | διασαλπίσεις |
| γενική | της | διασάλπισης* | των | διασαλπίσεων |
| αιτιατική | τη | διασάλπιση | τις | διασαλπίσεις |
| κλητική | διασάλπιση | διασαλπίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διασαλπίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασάλπιση < διασαλπίζω + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈsal.pi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐σάλ‐πι‐ση
Ουσιαστικό
διασάλπιση θηλυκό
- το αποτέλεσμα ή ενέργεια του διασαλπίζω
- ※ Το λεύκωμα κατέστρωσε μια παρέα από νέους Ανδριώτες στο τέλος της Κατοχής. Τον τόνο του δίνει σαφώς η αντιστασιακή διάθεση, η διασάλπιση του αιτήματος της ελευθερίας που συνδυάζεται με την εύλογη για τη χρονική στιγμή φιλοπατρία και ελληνολατρία.
- Βιβλίο: Νέες Εκδόσεις, Η Καθημερινή, 9 Μαρτίου 2014
- ※ Το λεύκωμα κατέστρωσε μια παρέα από νέους Ανδριώτες στο τέλος της Κατοχής. Τον τόνο του δίνει σαφώς η αντιστασιακή διάθεση, η διασάλπιση του αιτήματος της ελευθερίας που συνδυάζεται με την εύλογη για τη χρονική στιγμή φιλοπατρία και ελληνολατρία.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
διασάλπιση
|
|
Πηγές
- «διασάλπισις» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- διασάλπιση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.