διαρρυθμίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαρρυθμίζομαι | διαρρυθμιζόμουν(α) | θα διαρρυθμίζομαι | να διαρρυθμίζομαι | ||
| β' ενικ. | διαρρυθμίζεσαι | διαρρυθμιζόσουν(α) | θα διαρρυθμίζεσαι | να διαρρυθμίζεσαι | (διαρρυθμίζου) | |
| γ' ενικ. | διαρρυθμίζεται | διαρρυθμιζόταν(ε) | θα διαρρυθμίζεται | να διαρρυθμίζεται | ||
| α' πληθ. | διαρρυθμιζόμαστε | διαρρυθμιζόμαστε διαρρυθμιζόμασταν |
θα διαρρυθμιζόμαστε | να διαρρυθμιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαρρυθμίζεστε | διαρρυθμιζόσαστε διαρρυθμιζόσασταν |
θα διαρρυθμίζεστε | να διαρρυθμίζεστε | (διαρρυθμίζεστε) | |
| γ' πληθ. | διαρρυθμίζονται | διαρρυθμίζονταν διαρρυθμιζόντουσαν |
θα διαρρυθμίζονται | να διαρρυθμίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαρρυθμίστηκα | θα διαρρυθμιστώ | να διαρρυθμιστώ | διαρρυθμιστεί | ||
| β' ενικ. | διαρρυθμίστηκες | θα διαρρυθμιστείς | να διαρρυθμιστείς | διαρρυθμίσου | ||
| γ' ενικ. | διαρρυθμίστηκε | θα διαρρυθμιστεί | να διαρρυθμιστεί | |||
| α' πληθ. | διαρρυθμιστήκαμε | θα διαρρυθμιστούμε | να διαρρυθμιστούμε | |||
| β' πληθ. | διαρρυθμιστήκατε | θα διαρρυθμιστείτε | να διαρρυθμιστείτε | διαρρυθμιστείτε | ||
| γ' πληθ. | διαρρυθμίστηκαν διαρρυθμιστήκαν(ε) |
θα διαρρυθμιστούν(ε) | να διαρρυθμιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαρρυθμιστεί | είχα διαρρυθμιστεί | θα έχω διαρρυθμιστεί | να έχω διαρρυθμιστεί | διαρρυθμισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαρρυθμιστεί | είχες διαρρυθμιστεί | θα έχεις διαρρυθμιστεί | να έχεις διαρρυθμιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαρρυθμιστεί | είχε διαρρυθμιστεί | θα έχει διαρρυθμιστεί | να έχει διαρρυθμιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαρρυθμιστεί | είχαμε διαρρυθμιστεί | θα έχουμε διαρρυθμιστεί | να έχουμε διαρρυθμιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαρρυθμιστεί | είχατε διαρρυθμιστεί | θα έχετε διαρρυθμιστεί | να έχετε διαρρυθμιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαρρυθμιστεί | είχαν διαρρυθμιστεί | θα έχουν διαρρυθμιστεί | να έχουν διαρρυθμιστεί | ||
Μεταφράσεις
διαρρυθμίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.