διαπολιτισμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαπολιτισμικός | η | διαπολιτισμική | το | διαπολιτισμικό |
| γενική | του | διαπολιτισμικού | της | διαπολιτισμικής | του | διαπολιτισμικού |
| αιτιατική | τον | διαπολιτισμικό | τη | διαπολιτισμική | το | διαπολιτισμικό |
| κλητική | διαπολιτισμικέ | διαπολιτισμική | διαπολιτισμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαπολιτισμικοί | οι | διαπολιτισμικές | τα | διαπολιτισμικά |
| γενική | των | διαπολιτισμικών | των | διαπολιτισμικών | των | διαπολιτισμικών |
| αιτιατική | τους | διαπολιτισμικούς | τις | διαπολιτισμικές | τα | διαπολιτισμικά |
| κλητική | διαπολιτισμικοί | διαπολιτισμικές | διαπολιτισμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαπολιτισμικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
διαπολιτισμικός -ή -ό
- που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ πολιτισμών
Μεταφράσεις
διαπολιτισμικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.