διαπιστωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαπιστωτικός | η | διαπιστωτική | το | διαπιστωτικό |
| γενική | του | διαπιστωτικού | της | διαπιστωτικής | του | διαπιστωτικού |
| αιτιατική | τον | διαπιστωτικό | τη | διαπιστωτική | το | διαπιστωτικό |
| κλητική | διαπιστωτικέ | διαπιστωτική | διαπιστωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαπιστωτικοί | οι | διαπιστωτικές | τα | διαπιστωτικά |
| γενική | των | διαπιστωτικών | των | διαπιστωτικών | των | διαπιστωτικών |
| αιτιατική | τους | διαπιστωτικούς | τις | διαπιστωτικές | τα | διαπιστωτικά |
| κλητική | διαπιστωτικοί | διαπιστωτικές | διαπιστωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαπιστωτικός < διαπιστώνω + -τικός
Επίθετο
διαπιστωτικός ή -ό
- που διαπιστώνει ή αποσκοπεί στη διαπίστωση κάποιου πράγματος
- διαπιστωτικός έλεγχος, διαπιστωτική πράξη, διαπιστωτική απόφαση
Συγγενικά
- διαπιστωτικά
- → δείτε τη λέξη διαπιστώνω
Μεταφράσεις
διαπιστωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.