διαμήνυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμήνυση οι διαμηνύσεις
      γενική της διαμήνυσης* των διαμηνύσεων
    αιτιατική τη διαμήνυση τις διαμηνύσεις
     κλητική διαμήνυση διαμηνύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμηνύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαμήνυση < διαμηνύω + -ση

Ουσιαστικό

διαμήνυση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.