διαμηνύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαμηνύω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική διαμηνύω < ελληνιστική κοινή διαμηνύω < αρχαία ελληνική δια- + μηνύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.miˈni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐μη‐νύ‐ω
Ρήμα
διαμηνύω, αόρ.: διαμήνυσα/διεμήνυσα, παθ.φωνή: διαμηνύομαι, π.αόρ.: διαμηνύθηκα/διεμηνύθη3o
- (λόγιο) στέλνω μήνυμα σε κάποιον παραγγέλλοντάς του κάτι
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- διαμηνύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαμηνύω < αρχαία ελληνική δια- + μηνύω
Ρηματικοί τύποι
- διεμηνύσατο (μέσος αόριστος με ενεργητική σημασία)
- διεμηνύθη (παθητικός αόριστος, απρόσωπο)
Πηγές
- διαμηνύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διαμηνύω (ελληνιστική κοινή) < δια- + αρχαία ελληνική μηνύω (αποκαλύπτω)
Πηγές
- διαμηνύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.