διαλεκτολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαλεκτολογία | οι | διαλεκτολογίες |
| γενική | της | διαλεκτολογίας | των | διαλεκτολογιών |
| αιτιατική | τη | διαλεκτολογία | τις | διαλεκτολογίες |
| κλητική | διαλεκτολογία | διαλεκτολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαλεκτολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
διαλεκτολογία θηλυκό
- κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά τις διαλέκτους μιας γλώσσας και τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτές εξελίσσονται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.