διαισθητικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαισθητικότητα οι διαισθητικότητες
      γενική της διαισθητικότητας των διαισθητικοτήτων
    αιτιατική τη διαισθητικότητα τις διαισθητικότητες
     κλητική διαισθητικότητα διαισθητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαισθητικότητα < διαισθητικός + -ότητα

Ουσιαστικό

διαισθητικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.