διαισθαντικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαισθαντικότητα οι διαισθαντικότητες
      γενική της διαισθαντικότητας των διαισθαντικοτήτων
    αιτιατική τη διαισθαντικότητα τις διαισθαντικότητες
     κλητική διαισθαντικότητα διαισθαντικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαισθαντικότητα < διαισθαντικός + -ότητα

Ουσιαστικό

διαισθαντικότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του διαισθαντικού
    Γιατί, δεν είναι λίγες οι φορές που το ένστικτό μας, και πάνω από όλα η διαισθαντικότητά μας, μπορούν να μας ωθήσουν στην κατανόηση πολλών και σημαντικών παραμέτρων του κάθε ζητήματος που μας απασχολεί στη ζωή μας. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.