διαδοχικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαδοχικότητα οι διαδοχικότητες
      γενική της διαδοχικότητας των διαδοχικοτήτων
    αιτιατική τη διαδοχικότητα τις διαδοχικότητες
     κλητική διαδοχικότητα διαδοχικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαδοχικότητα < διαδοχικός + -ότητα

Ουσιαστικό

διαδοχικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.