διαδηλώτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαδηλώτρια οι διαδηλώτριες
      γενική της διαδηλώτριας των διαδηλωτριών
    αιτιατική τη διαδηλώτρια τις διαδηλώτριες
     κλητική διαδηλώτρια διαδηλώτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαδηλώτρια < διαδηλωτής + -τρια

Ουσιαστικό

διαδηλώτρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  διαδηλωτής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.