διαβολοκόριτσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαβολοκόριτσο τα διαβολοκόριτσα
      γενική του διαβολοκόριτσου των διαβολοκόριτσων
    αιτιατική το διαβολοκόριτσο τα διαβολοκόριτσα
     κλητική διαβολοκόριτσο διαβολοκόριτσα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαβολοκόριτσο < διάβολος + κορίτσι

Ουσιαστικό

διαβολοκόριτσο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.