διάσχιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάσχιση | οι | διασχίσεις |
| γενική | της | διάσχισης* | των | διασχίσεων |
| αιτιατική | τη | διάσχιση | τις | διασχίσεις |
| κλητική | διάσχιση | διασχίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διασχίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.