διάκενον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διάκενον τὰ διάκεν
      γενική τοῦ διακένου τῶν διακένων
      δοτική τῷ διακέν τοῖς διακένοις
    αιτιατική τὸ διάκενον τὰ διάκεν
     κλητική ! διάκενον διάκεν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακένω
γεν-δοτ τοῖν  διακένοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
διάκενον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διάκενος

Ουσιαστικό

διάκενον ουδέτερο

Ετυμολογία 2

διάκενον: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διάκενον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διάκενος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διάκενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.