δηλητηριαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δηλητηριαστής οι δηλητηριαστές
      γενική του δηλητηριαστή των δηλητηριαστών
    αιτιατική τον δηλητηριαστή τους δηλητηριαστές
     κλητική δηλητηριαστή δηλητηριαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δηλητηριαστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δηλητηριαστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.