δεσποτικόν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία 1

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δεσποτικόν τὰ δεσποτικά
      γενική τοῦ δεσποτικοῦ τῶν δεσποτικῶν
      δοτική τῷ δεσποτικ τοῖς δεσποτικοῖς
    αιτιατική τὸ δεσποτικόν τὰ δεσποτικά
     κλητική ! δεσποτικόν δεσποτικά
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δεσποτικόν: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δεσποτικός

Ουσιαστικό

δεσποτικόν ουδέτερο

Συγγενικά

  • δεσποτικά (στον πληθυντικό)
  • Δεσποτικόν (τοπωνύμικο)

Ετυμολογία 2

δεσποτικόν: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δεσποτικόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δεσποτικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δεσποτικός
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: δεσποτικό με επέκταση σημασίας

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δεσποτικόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δεσποτικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δεσποτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.