bale
Αγγλικά
(en)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
beɪ̯l
/ & /
ˈbeɪl
/
άλλες φωνητικές γραφές
: [ˈbeɪ̯(ə)ɫ], [beə̯ɫ]
Ουσιαστικό
bale
(en)
το
δεμάτι
το δεμάτι δημητριακών ή άλλης φυτικής τροφής [ανθρώπων ή ζώων] (για
αγρωστώδη
, άχυρο κτλ)
Ρήμα
bale
(en)
δεματιάζω
, φτιάχνω/δένω δεμάτι
Ομώνυμα / Ομόηχα
bail
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.